- εμπλήγδην
- ἐμπλήγδην (Α)επίρρ. μανιωδώς, παράφορα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐμπλήγδην — madly indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παμπλήγδην — (Α) επίρρ. (στο λεξ. Σούδα) επιτεταμένος τ. τού ἐμπλήγδην*. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + θ. πληγ τού πλήττω* + επιρρμ. κατάλ. δην (πρβλ. εμ πλήγδην)] … Dictionary of Greek